- εμφύω
- (AM ἐμφύω)1. φυτρώνω ή φυτεύω μέσα σε κάτι2. μέσ. προσκολλώμαι σε κάτι ή σε κάποιον, γατζώνομαι, πιάνομαι («παλαιστρικῶν ἀνδρῶν τεχνωμένων κνήμαιν περιπλέγδην ἐμφύεσθαι», Ευστ.)μσν.1. ενεργ. κάνω να φυτρώσει2. μέσ. ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι ξαφνικά3. γίνομαι, καθίσταμαιαρχ.1. εμβάλλω, εμφυτεύω2. φυτρώνω πάνω σε κάτι («ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι», Ομ. Ιλ.)3. μτφ. είμαι έμφυτος4. γεννιέμαι, αναπτύσσομαι5. παίρνω το μέρος κάποιου, πρόσκειμαι σε κάποιον ευνοϊκά6. μέσ. προσκολλώμαι πνευματικά κάπου, πρόσκειμαι7. (η μτχ, παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐμπεφυκὼς, -υῑα, -όςέμφυτος8. φρ. α) «ἐμπεφυκὼς πόνος» — σταθερός πόνοςβ) «ὀδὰξ ἐμφύομαι» — χώνω βαθιά τα δόντια, δαγκώνω δυνατά.
Dictionary of Greek. 2013.